3ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ “Ελληνισμός της Ανατολής: Πόντος, Μικρασία,
Θράκη…”
Μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου,
στο πλαίσιο των μαθημάτων της Ιστορίας
και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, πήραν μέρος και διακρίθηκαν στον 8ο διεθνή διαγωνισμό
“Ελληνισμός της Ανατολής: Πόντος, Μικρασία, Θράκη…” που διοργανώθηκε
από τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Σερρών, το Υπουργείο Εσωτερικών
(Μακεδονίας-Θράκης) και το Τμήμα Εκπαιδευτικής Ραδιοτηλεόρασης και Ψηφιακών
Μέσων του Υ.ΠΑΙ.Θ.Α. με την υποστήριξη της Έδρας Ποντιακών Σπουδών του Α.Π.Θ.
και του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ποντίων Εκπαιδευτικών. Οι μαθητές μας πήραν το 3ο
Βραβείο στην κατηγορία των Γυμνασίων για το διήγημα “Σκίτσα μέσα στο
μπαούλο”.
Σκίτσα μέσα στο μπαούλο
Είναι ξημερώματα. Προσπαθώ να
κλείσω τα μάτια μου αλλά δεν τα καταφέρνω. Φευγαλέες σκέψεις τριγυρίζουν στο
μυαλό μου μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Αναμνήσεις από τα παλιά, γνώριμες
εικόνες που περνούν σαν ταινία από τα
κουρασμένα μάτια μου, δε με αφήνουν να αφεθώ σε έναν ήρεμο ύπνο. Τα
συναισθήματα ανάμεικτα. Μοναξιά, χαρά, πόνος, θλίψη, νοσταλγία…. Γεράματα….
Σηκώνομαι, ανοίγω το φως και προσπαθώ να φτάσω το μπαουλάκι που είναι πάντα
δίπλα στο κομοδίνο μου, αχώριστος σύντροφός μου. Το ανοίγω και είναι
μέσα όλη μου η ζωή… Γεμάτο με σκίτσα. Σκίτσα που ζωγράφισα για να θυμάμαι… Να
θυμάμαι…. Να μην ξεχάσω ποτέ τα κομμάτια του παζλ της ζωής μου, της παιδικής
μου ηλικίας στον Πόντο, στην πόλη μου την Τραπεζούντα, του βίαιου ξεριζωμού
μας, του ερχομού μας στην Ελλάδα. Πιάνω στο χέρια μου ένα σκίτσο….
Είναι η οικογένειά μου. Πρώτη και καλύτερη η
γιαγιά μου, από τη μεριά του πατέρα μου.
Τη θυμάμαι ως μια γυναίκα δυναμική, αλλά ταυτόχρονα σεμνή και σοβαρή, που
στάθηκε όρθια όταν πολλά πράγματα στη ζωή της άρχισαν να καταρρέουν. Ακόμα και
μετά την απώλεια του άντρα της αλλά και
ενός παιδιού της από την επιδημία της χολέρας από την οποία υπέφερε η
Τραπεζούντα για 3 χρόνια από το 1892 ως
το 1894, η γιαγιά μου συνέχισε να είναι
το στήριγμα της οικογένειάς της και να δίνει κουράγιο στους υπόλοιπους.
Παραδίπλα της στέκεται η μητέρα μου. Δεν ήταν μόνο όμορφη εξωτερικά αλλά ήταν
μια γυναίκα ήσυχη και υπομονετική. Μέλημά της ήταν να ικανοποιεί και να
ευχαριστεί τον άντρα της αλλά και να μεγαλώσει σωστά τα παιδιά της. Προσπαθούσε
να είναι πιστή στα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου της και ακόμα και τώρα
θυμάμαι τον τρόπο που ντυνόταν, ιδίως στις κοινωνικές εκδηλώσεις, με την τάπλα
στο κεφάλι της, στολισμένη με φλουριά. Μέχρι και η γιαγιά ήταν ευχαριστημένη με
τη νύφη της, καθώς τη θεωρούσε σεμνή και
τίμια. Γιατί πολλές φορές η γιαγιά έλεγε σε μένα και στην αδελφή μου ότι
υπήρχαν και γυναίκες φλύαρες και γλωσσούδες, που τους άρεσε να σκαλίζουν τα
ξένα μυστικά. Συνήθιζε να λέει για κάποιες γειτόνισσες: «Ο Θεόν να γλιτών’ με
ας’ σο στόμαν ατούν» (Ο Θεός να με γλιτώνει από το στόμα τους). Δε θα ξεχάσω,
επίσης, ότι αποκαλούσε μια γειτόνισσα “κατακέφαλος”, γιατί τη θεωρούσε
ξεροκέφαλη, υποκρίτρια και σιγανοπαπαδιά, που πάντα είχε κατεβασμένο το κεφάλι
αλλά η πονηριά δεν της έλειπε!
Και να τη η μορφή του πατέρα μου! Αμέσως η
σκέψη μου πηγαίνει στο ρολογάδικο που είχε στην παραλία της Τραπεζούντας.
Καθόμουν και τον θαύμαζα όταν χόρευε στις γιορτές τους ποντιακούς χορούς.
Λεβέντης σκέτος. Ψηλός, μελαχρινός. Άντρας δουλευταράς, εύθυμος και χωρατατζής!
Του άρεσε πολύ να λέει ιστορίες και ανέκδοτα. Επειδή έτρωγα σαν τρελός τα
φασόλια με το μαύρο λάχανο, ο πατέρας μου πάντα μου έλεγε αυτό το ανέκδοτο για
να με κοροϊδέψει: «Ο Βασίλης τα φασούλε
πολλά εγάπανε. Έναν ημέραν η μάναν’ατ έβρασεν φασούλε και όταν είδεν ο Βασίλτς
την τεντσερέν γωμάτον, άλλο χορτασμόν κ’ είχεν, έφαεν κι έφαεν άλλο κι’ παίρνε
να κουνίουντουν, ερούξεν αφκά κι εμούγκριζεν άμον το μουσκάρ, που έβοσκεν απές
σο τριφύλ και θα εσπάνε η κοιλίαχ’τε. Η μάναν’ατ αμάν εκούξεν τι γειτονάδες και
λέει τας ο Βασίλτς ντο έπαθεν και αμάν ολ’μαζί πέρνα’τον και πάνε σον ποπάν τη
χωρί, να δεβάζ’ατόν. Ο ποπάς ρωτά το Βασίλ: ντο έπαθες; Και εκείνος λέει: να,
ποπά έφαγα πολλά φασούλε και επρέστα. Καλά λέει ο ποπάς, του Κυρίου δεηθώμεν
Κύριε ελέησον, Βασιλείου του φασουλίου, σπάσον και τσάκλισον! Αφορισμένε, ατόσα
φασούλε ντο εθέλνες και ετρώσ’ατά;»
Και όλοι γελούσαμε.
Θυμάμαι να καθόμαστε τα βράδια δίπλα στη σόμπα
περιμένοντας πώς και πώς τη μητέρα να βγάλει τα λαβάσιε, τα αγαπημένα μου
ζυμαράκια, τα ωτία ή τον τανωμένο
σουρβά. Και τη γιαγιά μου να λέει σε μένα και στην αδελφή μου παραμύθια. Το
αγαπημένο της αδελφής μου ήταν “Η Έλενα και ο χαμαιλετάρτς” (Η Έλενα και ο
μυλωνάς). Μάλιστα, η γιαγιά μου στο τέλος της έδινε την ευχή να ζήσει καλά, να
είναι νοικοκυρά και να έχει υπομονή, σεβασμό και καλούς τρόπους.
Να και το σκίτσο με τον κουκαρά! Το χειρότερό
μου ήταν η νηστεία! Όταν πλησίαζαν τα Χριστούγεννα - στα μέρη μας τα έλεγαν «Τη
Χριστού»- και κυρίως πριν το Πάσχα, μάς τρομοκρατούσε η μάνα μας λέγοντας πως
θα μας φάει ο “κουκαράς”! Ήταν το σκιάχτρο που έφτιαχνε η ίδια από κρεμμύδι και
το κρεμούσε από το ταβάνι. Όταν το φυσούσε κρυφά και αυτό κουνιόταν, ήταν το
απόλυτο φόβητρο για εμάς. Κάθε φορά που σκεφτόμουν να φάω κάτι, ένιωθα πως με
κοιτάζει! Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους τελικά που κρατούσαμε νηστεία.
Του κάρφωνε και εφτά φτερά κότας τα οποία ένα ένα τα αφαιρούσε με το τελείωμα
της κάθε βδομάδας της Νηστείας.
Τα Χριστούγεννα είχαν ιδιαίτερη σημασία για
τον πατέρα μου, γιατί ο δικός του πατέρας, όταν ζούσε, δούλευε αλλού ως κτίστης
και οι περισσότεροι, οι “ξενητάρ” όπως τους έλεγαν, τις μέρες αυτές των
Χριστουγέννων επέστρεφαν για να δουν τις οικογένειές τους. Αλλά κι εμείς τα
παιδιά τα περιμέναμε με ανυπομονησία, γιατί την Παραμονή έκλειναν τα σχολεία
και ξεκινούσαν οι διακοπές μας! Από βραδύς γυρνούσαμε τα σπίτια και
τραγουδούσαμε το «Καλήν εσπέραν άρχοντες» και μόλις πλησίαζαν τα μεσάνυχτα
ξεκινούσαν να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών χαρμόσυνα και οι μανάδες
άρχιζαν να φωνάζουν: «Ε, σκωθέστε, εντώκαν τα καμπάνας». Με ενθουσιασμό εμείς
τα παιδιά φορούσαμε τα γιορτινά μας ρούχα και φτάναμε στην εκκλησία που ήταν
γεμάτη από κόσμο. Κάποιες φορές μαζευόμασταν εμείς τα παιδιά στην πίσω αυλή και
παίζαμε. Αυτό που θυμάμαι με νοσταλγία
δεν είναι μόνο το αχνιστό και μυρωδάτο φαγητό που μας περίμενε στο σπίτι να
φάμε όλοι μαζί ως οικογένεια, αλλά και οι επισκέψεις την άλλη μέρα το πρωί που
κάναμε σε γειτονικά και συγγενικά σπίτια φωνάζοντας “Χριστός ετέχθη!” παίρνοντας την απάντηση “Αληθώς ετέχθη”. Και
η μάνα μας δε σταματούσε να φτιάχνει τα νόστιμα γλυκά της.
Πιάνω ένα άλλο σκίτσο. Είναι η Τραπεζούντα, η
πόλη των πρώτων παιδικών μου χρόνων, έτσι όπως τη θυμάμαι. Όλοι έλεγαν ότι ήταν
η πιο όμορφη πόλη του Πόντου. Είναι χαραγμένο στη μνήμη μου το λιμάνι της όπου
συνήθιζα να κάνω βόλτες όταν ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του στο ρολογάδικο.
Δε θα ξεχάσω ποτέ τη γεύση του ψαριού όταν πηγαίναμε στη διπλανή ταβέρνα και
καθόμασταν με τους φίλους του ακούγοντας ιστορίες από τα νιάτα τους. Θυμάμαι
και τον Σταυρό που έριχναν τα Θεοφάνεια. Ακόμη κι όταν ο καιρός ήταν εναντίον
τους, οι νέοι που αγωνίζονταν για το ποιος θα τον πιάσει δεν πτοούνταν. Ο
καθένας και από άλλη ενορία, βρισκόντουσαν όλοι από νωρίς σχεδόν γυμνοί στο
λιμάνι, χωρίς να τους νοιάζει το χιόνι ή ο δυνατός αέρας. Θυμάμαι και το
σχολείο μου, το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Ήταν από τα πιο μεγάλα κτίρια
της πόλης μας, πάνω σε ένα βράχο κοιτάζοντας το λιμάνι. Τριώροφο, με Δημοτικό
και Γυμνάσιο, δύο γυμναστήρια, με τραπεζαρία για τους μαθητές και αίθουσες
ωδικής. Το όνειρό μου ήταν να γίνω δάσκαλος και το Φροντιστήριο ήταν η μοναδική
επιλογή για όποιον ήθελε να γίνει δάσκαλος. Δε μου φεύγουν από το μυαλό και οι
εικόνες από τα στενά δρομάκια της πόλης και από την αγορά που ήταν γεμάτη με
προϊόντα, ενώ περνώντας από εκεί άκουγες τις φωνές των εμπόρων να ανακατεύονται με τον ήχο από τις καμπάνες των
εκκλησιών και τις μελωδίες των παραδοσιακών οργάνων.
Να
και το σκίτσο για να μου θυμίζει το αξέχαστο καλοκαίρι των παιδικών μου χρόνων.
Το 1912. Στα παρχάρια, στο Τσάμπασιν. Ένας θείος μου, που ζούσε στην Κερασούντα
με την οικογένειά του και ήταν έμπορος,
παραθέριζε εκεί και μας κάλεσε να πάμε με τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Την επόμενη χρονιά κάηκε. Από τότε τον
θείο μου δεν τον ξαναείδαμε ούτε και την οικογένειά του. Είχαμε ακούσει ότι τον
επιστράτευσαν οι Τούρκοι όταν άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος αλλά άκουγα τον
πατέρα μου που έλεγε ότι τον έστειλαν στα «αμελέ ταμπουρού». Τότε οι άντρες
20-45 ετών επιστρατεύτηκαν τάχα με σκοπό τη συμμετοχή τους στον πόλεμο και
μάλιστα η τουρκική ηγεσία δε δίστασε να εκδώσει ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία
αυτοί που δε θα παρουσιάζονταν εντός 11 ημερών θα χαρακτηρίζονταν λιποτάκτες,
θα συλλαμβάνονταν και θα δικάζονταν. Στην πραγματικότητα όμως οι άντρες αυτοί
αποτελούσαν τα τάγματα εργασίας, τα “αμελέ ταμπουρού”, και σε απάνθρωπες
συνθήκες δούλευαν για τη διάνοιξη δρόμων και σηράγγων, έχτιζαν γεφύρια, εργάζονταν
αδιάκοπα σε λατομεία και ορυχεία, ακόμα και σε χωράφια. Οι περισσότεροι
πέθαιναν από την εξάντληση και την ασιτεία και όσοι προσπαθούσαν να το σκάσουν
έβρισκαν παραδειγματικό θάνατο. Ο γιος του θείου μου, που κατάφερε να
δραπετεύσει, αρχικά κρυβόταν σε «ταβάν ταμπουρού», που ήταν κρυψώνες σε σοφίτες
και υπόγεια ή σε κρυφές εντοιχισμένες ντουλάπες, και αργότερα μάθαμε πως πήγε
με άλλους άντρες σε κρυψώνες στο βουνό. Κι όλα αυτά γιατί, ενώ ήταν μόλις 20
χρονών, δεν είχαν το «μεντέλι», δηλαδή τα λεφτά για να εξαγοράσουν τη θητεία
του ως εναλλακτική λύση. Δε μάθαμε νέα ξανά από κανέναν τους.
Οι διώξεις που υπήρχαν στη δική μας περιοχή,
στην περιοχή της Τραπεζούντας, δεν ήταν τόσο έντονες όσο στις δυτικές περιοχές
του Πόντου. Τότε ήμουν μικρός για να καταλάβω το γιατί, αλλά αργότερα
συνειδητοποίησα τον ρόλο που έπαιξε σε αυτό η
κατάληψη της περιοχής μας από τους Ρώσους το 1916. Θυμάμαι με τι
ενθουσιασμό τούς υποδεχτήκαμε και με τι ανυπομονησία άρχισαν οι Τραπεζούντιοι
να ξηλώνουν τις τουρκικές επιγραφές μετά από 455 χρόνια τουρκικής σκλαβιάς! Ο
βαλής της πόλης μας Τζεμάλ Ασμί λίγο πριν παραδώσει την πόλη είπε στον
μητροπολίτης μας τον Χρύσανθο: «Από τους Έλληνες πήραμε τη χώρα τούτη και στους
Έλληνες την επιστρέφουμε». Όμως, τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα με την
αποχώρηση των Ρώσων στις αρχές του 1918. Δεν ήταν λίγος ο κόσμος που ακολούθησε
τους Ρώσους εγκαταλείποντας τα σπίτια του και ξεκινώντας μια νέα ζωή κυρίως
στην περιοχή του Καυκάσου και στα παράλια της Γεωργίας. Άκουγα τον πατέρα μου
να συζητάει με άλλους άντρες ανήσυχος για την αποχώρηση των Ρώσων, τις
βιαιοπραγίες των Τούρκων, τα όπλα και πολεμοφόδια που ήταν στα χέρια των
ατάκτων Οθωμανών.
19 Μαΐου 1919. Η αρχή του τέλους. Μπήκε στο
σπίτι ο πατέρας μου ανήσυχος και κρυφά είπε στη μητέρα μου ότι ο Μουσταφά Κεμάλ
έφτασε στη Σαμψούντα. Μετά μάθαμε ότι ανέθεσε στον τσέτη Τοπάλ Οσμάν να
εξοντώσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς. (κάτι από τις μαρτυρίες)
Έφταναν και τα νέα από την Ελλάδα. Άκουγα
συζητήσεις, κάτι για συνεργασία Αρμενίων
και Ποντίων για τη δημιουργία ενός αυτόνομου κράτους. Όμως μάθαμε πως ο
αρμενικός στρατός έχασε στο Ερζερούμ τον Νοέμβριο του 1920 από τους στρατιώτες
του Κεμάλ και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει μαζί τους. “Μείναμε μόνοι», άκουγα
τον πατέρα μου να λέει απογοητευμένος. Ζούσαμε πλέον μέσα στην αβεβαιότητα και
τον φόβο. Ο Κεμάλ ήταν ελεύθερος να προχωρήσει ανενόχλητος στην εξόντωσής μας.
Πόλεις και χωριά κάηκαν, πολλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν ή έφευγαν στα δάση και τα
βουνά για να γλιτώσουν. Οι Τούρκοι επέλεγαν να εκτοπίσουν τους Έλληνες τον
χειμώνα, μέσα σε βαριά κακοκαιρία, χωρίς τρόφιμα, μακριά από μέρη που θα
μπορούσαν να βρουν μια ζεστή στέγη και φαγητό, ώστε να πεθάνουν από το κρύο και
την πείνα. Και σε κάποιες περιπτώσεις τους οδηγούσαν σε λουτρώνες, δήθεν για να
κάνουν ένα ζεστό μπάνιο, όμως τους έπαιρναν τα ρούχα και τους άφηναν γυμνούς με
τη θερμοκρασία να είναι κάτω του μηδενός.
1922. Η χρονιά που άλλαξε όλη τη ζωή μας. Οι
ειδήσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον εκτοπισμό των Ελλήνων έπεσαν
σαν κεραυνός. Όσοι δεν έφευγαν έλεγαν πως θα εκτελούνταν από τους Τούρκους και
τα σώματά τους θα έμεναν άθαφτα, βορά για τα ζώα. Γυναίκες βιάζονταν. “Ήρθε,
γυναίκα, η ώρα να φύγουμε”, είπε ο πατέρας μου με σκυμμένο το κεφάλι και
βουρκωμένα τα μάτια.
Κρατάω πια με τα τρεμάμενα χέρια
μου το σκίτσο με το ταξίδι του ξεριζωμού. Μέσα στην αναμπουμπούλα οι γυναίκες
χωρίστηκαν από τους άντρες κι έμεινα εγώ με τον πατέρα μου. Περπατούσαμε ώρες,
μέρες, βδομάδες. Σε μια στιγμή ο πατέρας μου είδε από μακριά Τούρκους
στρατιώτες, μου έδωσε το αγαπημένο ρολόι του, με φίλησε και με έσπρωξε απότομα
μέσα στα στάχυα του διπλανού χωραφιού. Κρύφτηκα και περίμενα με κομμένη την
ανάσα. Οι Τούρκοι στρατιώτες πλησίασαν, χτύπησαν όσους βρέθηκαν μπροστά τους
και τους πήραν μαζί τους. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου.
Περιπλανήθηκα, συνάντησα κάποια άλλα παιδιά και μαζί κάναμε το ατελείωτο
ταξίδι. Το ταξίδι ώσπου να φτάσουμε σε λιμάνι περιμένοντας απεγνωσμένα να
ανεβούμε σε βάρκα και να περάσουμε απέναντι στην Ελλάδα. Την ημέρα περπατούσαμε
ασταμάτητα και το βράδυ προσπαθούσαμε να κρυφτούμε σε νεκροταφεία ή σε σπηλιές
ή κάπου που δε θα γινόμασταν αντιληπτοί από τους Τούρκους. Συναντούσαμε άντρες
να ντύνονται με γυναικεία ρούχα ή να βάζουν ασβέστη στα μαλλιά τους για να
ξεγελάσουν τους Τούρκους ότι είναι γυναίκες ή γέροι μπας και γλιτώσουν από τη
μανία τους.
Τα λόγια δεν μπορούν να εκφράσουν όσα ζήσαμε,
όσα είδαμε. Εκατοντάδες άνθρωποι απελπισμένοι, ταλαιπωρημένοι, ξεριζωμένοι.
Μανάδες που έχασαν τα παιδιά τους, παιδιά που έχασαν τους γονείς τους,
ξεκληρισμένες οικογένειες. Πτώματα παντού και τα συμμαχικά πλοία να στέκονται
εκεί, ακίνητα, ασυγκίνητα στο κλάμα και τις φωνές τόσων απελπισμένων ανθρώπων
που προσπαθούσαν να γαντζωθούν με νύχια και με δόντια στα κουφάρια τους. Και
όσοι τα καταφέραμε και ανεβήκαμε σε κάποια βάρκα δεν μπορούσαμε να μην έχουμε
στραμμένο το βλέμμα μας προς τα πίσω,
για να αποχαιρετίσουμε την πατρίδα μας με την ελπίδα πως θα την ξαναδούμε
σύντομα, μέχρι που σβηνόταν στον ορίζοντα, ενώ αχνοφαινόταν ο νέος τόπος που θα
μας φιλοξενούσε. Μόνο που δεν ήταν και τόσο φιλόξενος. Νέα ταλαιπωρία… Καχυποψία από τους ντόπιους -γι’αυτούς
ήμασταν οι Τουρκόσποροι-, ένα κράτος που δεν ήταν έτοιμο να δεχτεί στους
κόλπους του τόσους ανθρώπους. Παράγκες, αρρώστιες, καθαρτήρια. Μέσω του Ερυθρού Σταυρού μετά από 2 χρόνια
βρήκα τη μητέρα και την αδελφή μου. Σιγά σιγά φτιάξαμε στη Μακεδονία, εδώ στη
Θεσσαλονίκη, τη ζωή μας. Όμως, ο πόνος και το κλάμα για τις χαμένες πατρίδες,
για όλους εκείνους που έχασαν με βίαιο τρόπο τη ζωή τους, για όλους τους
ξεριζωμένους που κατάφεραν να ζήσουν, δε γιατρεύεται ποτέ. Και η στιγμή του
βίαιου αποχαιρετισμού με τον πατέρα μου είναι τόσο ζωντανή κάθε φορά που κλείνω
τα μάτια. Και το ρολόι που μου άφησε είναι πάντα εκεί να μου τον θυμίζει,
κληρονομιά για τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου για να μην ξεχάσουν ποτέ τις
ρίζες τους.